- μελίτινος
- μελίτινος, -ίνη, -ον (ΑM)1. αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («τὸν πρὸς χάριν λόγον ἔφη μελιτίνην ἀγχόνην εἶναι», Διογ. Λαέρτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + κατάλ. -ινος (πρβλ. γύψ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.